- πατρικιότης
- πατρικιότης, ητος, ἡ,A patriciate, Prisc.p.343 D., Just.Nov. 38 Praef.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πατρικιότης — ητος, ἡ, Μ [πατρίκιος] το αξίωμα τού πατρικίου … Dictionary of Greek
πατρικιότητα — πατρικιότης patriciate fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικιότητι — πατρικιότης patriciate fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικιότητος — πατρικιότης patriciate fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)